ουσιαστικό “whiteboard”
ενικός whiteboard, πληθυντικός whiteboards
- πίνακας μαρκαδόρου
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher wrote the lesson objectives on the whiteboard at the front of the classroom.
- διαδραστικός πίνακας (υπολογιστών)
During the online meeting, we brainstormed ideas on the whiteboard.