·

whiteboard (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “whiteboard”

ενικός whiteboard, πληθυντικός whiteboards
  1. πίνακας μαρκαδόρου
    The teacher wrote the lesson objectives on the whiteboard at the front of the classroom.
  2. διαδραστικός πίνακας (υπολογιστών)
    During the online meeting, we brainstormed ideas on the whiteboard.