·

resigned (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
resign (ρήμα)

επίθετο “resigned”

βασική μορφή resigned (more/most)
  1. παραιτημένος (για αποδοχή κάτι κακού)
    After hearing the bad news, she gave a resigned nod and went back to her work.