ουσιαστικό “schizophrenia”
ενικός schizophrenia, πληθυντικός schizophrenias ή μη μετρήσιμο
- σχιζοφρένεια
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
John's schizophrenia made it hard for him to distinguish reality from hallucination.
- σχιζοφρένεια (κατάσταση σύγχυσης)
The company's strategy showed schizophrenia, unable to target either young or senior citizens.