·

hermit (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “hermit”

ενικός hermit, πληθυντικός hermits
  1. ασκητής
    The hermit spent his days in a tiny hut on the mountain, praying and meditating in solitude.
  2. μπισκότο με μπαχαρικά (για διακρίβωση: το μπισκότο που ονομάζεται "hermit" στα Αγγλικά)
    Grandma baked her special hermits for the bake sale, and they were the first to sell out.
  3. παγούρι
    The hermit scuttled across the sand, searching for a larger shell to call home as it had outgrown its current one.
  4. κολιμπρί τύπου eremita (για διακρίβωση: το είδος κολιμπρί που ανήκει στην υποοικογένεια Phaethornithinae)
    Birdwatchers were excited to spot a rare hermit flitting among the flowers in the tropical forest.