επίθετο “adverse”
βασική μορφή adverse (more/most)
- δυσμενής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The medication may have adverse side effects.
- εχθρικός (αντίθετος προς τις επιθυμίες)
The company faced adverse reactions to its new policy.