·

station wagon (EN)
φράση

φράση “station wagon”

  1. στέισον βάγκον (αυτοκίνητο με μακρύ αμάξωμα και μεγάλο χώρο στο πίσω μέρος για τη μεταφορά πραγμάτων, με μια πόρτα στο πίσω μέρος)
    They packed all their suitcases into the station wagon for the family road trip.