ουσιαστικό “ensuite”
ενικός ensuite, en-suite, πληθυντικός en-suites, ensuites
- ιδιωτικό μπάνιο που συνδέεται άμεσα με ένα υπνοδωμάτιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new apartment has a spacious ensuite attached to the master bedroom.
επίθετο “ensuite”
βασική μορφή ensuite, en-suite, μη βαθμ.
- (υπνοδωματίου) που έχει μπάνιο συνδεδεμένο με αυτό
We booked an ensuite room for our stay at the hotel.
- (για μπάνιο) συνδεδεμένο απευθείας με υπνοδωμάτιο
The house has an ensuite bathroom attached to the master bedroom.
- αποτελώντας μέρος ενός συνόλου ή σειράς
The designer created an ensuite collection of furniture for the living room.