·

ensuite, en-suite (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “ensuite”

ενικός ensuite, en-suite, πληθυντικός en-suites, ensuites
  1. ιδιωτικό μπάνιο που συνδέεται άμεσα με ένα υπνοδωμάτιο
    The new apartment has a spacious ensuite attached to the master bedroom.

επίθετο “ensuite”

βασική μορφή ensuite, en-suite, μη βαθμ.
  1. (υπνοδωματίου) που έχει μπάνιο συνδεδεμένο με αυτό
    We booked an ensuite room for our stay at the hotel.
  2. (για μπάνιο) συνδεδεμένο απευθείας με υπνοδωμάτιο
    The house has an ensuite bathroom attached to the master bedroom.
  3. αποτελώντας μέρος ενός συνόλου ή σειράς
    The designer created an ensuite collection of furniture for the living room.