ουσιαστικό “evidence”
ενικός evidence, πληθυντικός evidences ή μη μετρήσιμο
- αποδεικτικά στοιχεία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The muddy footprints were evidence that someone had walked through the garden.
- αποδεικτικά στοιχεία (στο δικαστήριο)
The lawyer presented new evidence to show that the suspect was innocent.
- μάρτυρας
The lawyer called the evidence to the stand to testify about what he saw that night.
ρήμα “evidence”
απαρέμφατο evidence; αυτός evidences; αόριστος evidenced; μετοχή αορ. evidenced; μετοχή ενεστ. evidencing
- αποδεικνύω
His nervousness was evidenced by his constant fidgeting.