επίθετο “personal”
βασική μορφή personal (more/most)
- προσωπικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She shared her personal story with the group.
- προσωπικός (ιδιωτικός)
She felt uncomfortable when he asked her a personal question about her finances.
- προσωπικός (ιδιωτικός)
What are your hobbies in your personal life?
- προσωπικός (ατομικός)
She prefers to use her personal laptop for work instead of the office computer.
- προσωπικός (αυτοπρόσωπος)
The mayor made a personal visit to the 100-year-old lady.
- προσωπικός (προσβλητικός)
She felt hurt when he made a personal comment about her weight.
- προσωπικός (σωματικός)
It's important to maintain personal hygiene to stay healthy.