·

allowed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
allow (ρήμα)

επίθετο “allowed”

βασική μορφή allowed, μη βαθμ.
  1. επιτρεπόμενος
    Children under 12 are not allowed to watch this movie without an adult.
  2. επιτρεπόμενος (να βρίσκεται κάπου)
    Dogs are not allowed in the restaurant.