επίθετο “happy”
βασική μορφή happy (more/most)
- χαρούμενος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After receiving the good news, she was so happy she couldn't stop smiling.
- τυχερός
He felt happy to have found a parking spot right in front of the restaurant.
- ικανοποιημένος
I'm happy with the decision we made; it feels right for everyone involved.
- ευδιάθετος (συχνά με την έννοια της τάσης να κάνει κάτι)
After the recent events, the town was wary of the new, trigger-happy sheriff.
- ευτυχισμένος (σε ευχές, π.χ. "ευτυχισμένα γενέθλια")
As they gathered around the table, they all said, "Happy Thanksgiving!"