ρήμα “regulate”
απαρέμφατο regulate; αυτός regulates; αόριστος regulated; μετοχή αορ. regulated; μετοχή ενεστ. regulating
- ρυθμίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government regulates the sale of alcohol to ensure it is not sold to minors.
- ρυθμίζω (για την ακριβή και σωστή λειτουργία)
The technician regulated the temperature of the refrigerator to ensure it stayed at a safe level for food storage.
- ελέγχω (σε μηχανή ή σύστημα)
The thermostat regulates the temperature in the house by turning the heating on or off.