ουσιαστικό “charter”
ενικός charter, πληθυντικός charters ή μη μετρήσιμο
- χάρτης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The university was founded based on a charter granted by the government, outlining its rights to award degrees and conduct research.
- προνομιακός χάρτης
The university received a royal charter granting it the status of an independent institution.
- ιδρυτικός χάρτης
The city was officially recognized when it was granted its charter by the queen in 1750.
- συμβόλαιο ενοικίασης (για πλοίο ή χώρο σε πλοίο)
The company signed a charter to lease a yacht for their annual team-building cruise.
ρήμα “charter”
απαρέμφατο charter; αυτός charters; αόριστος chartered; μετοχή αορ. chartered; μετοχή ενεστ. chartering
- ανακηρύσσω (με ιδρυτικό χάρτη)
The government chartered the new university, granting it the authority to award degrees.
- ναυλώνω (για προσωπική χρήση)
For their annual company retreat, they chartered a bus to transport all employees to the beach resort.