ουσιαστικό “garage”
ενικός garage, πληθυντικός garages ή μη μετρήσιμο
- γκαράζ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every weekend, John spends hours in his garage fixing up his old car.
- συνεργείο αυτοκινήτων
I took my car to the garage to get the brakes fixed.
- βενζινάδικο
We stopped at the garage to fill up the car with petrol before continuing our journey.
- γκαράζ (μουσική ροκ)
The band's raw, energetic sound was a perfect example of garage rock.
- γκαράζ (ηλεκτρονική μουσική)
Last night, the club was buzzing with energetic garage beats.
ρήμα “garage”
απαρέμφατο garage; αυτός garages; αόριστος garaged; μετοχή αορ. garaged; μετοχή ενεστ. garaging
- σταθμεύω σε γκαράζ
Every night, they garaged their car to keep it safe from the weather.