·

handed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
hand (ρήμα)

επίθετο “handed”

βασική μορφή handed, μη βαθμ.
  1. που συνεπάγεται τη χρήση του συγκεκριμένου χεριού ή αριθμού χεριών που υποδεικνύεται
    She expertly cut the apple with her left-handed scissors.
    The knight swung the heavy two-handed sword with great skill.