·

hand (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “hand”

ενικός hand, πληθυντικός hands
  1. χέρι
    He raised his hand to wave goodbye.
  2. βοήθεια
    When I saw her struggling with the heavy boxes, I offered her a hand.
  3. δείκτης (του ρολογιού)
    The minute hand on the clock was pointing directly at the twelve, indicating it was exactly three o'clock.
  4. κατοχή (σε περίπτωση που αναφέρεται σε έλεγχο ή κυριότητα)
    After the restaurant switched hands, the new owner revamped the entire menu.
  5. εργάτης (σε περίπτωση που αναφέρεται σε φυσική εργασία)
    When the apple orchard became too much for him to manage alone, Mr. Johnson called upon a few local hands to assist with the picking season.
  6. ναύτης (σε περίπτωση που αναφέρεται σε μέλος πληρώματος πλοίου)
    The captain ordered the hands to hoist the sails as the wind picked up.
  7. φύλλα (σε παιχνίδι χαρτιών)
    During the poker game, she glanced at her hand and smiled, holding a royal flush.
  8. γραφή (όταν αναφέρεται στον τρόπο που γράφει κάποιος)
    Despite the digital age, Mrs. Thompson prided herself on her elegant hand, which charmed anyone who received a handwritten note from her.

ρήμα “hand”

απαρέμφατο hand; αυτός hands; αόριστος handed; μετοχή αορ. handed; μετοχή ενεστ. handing
  1. δίνω (όταν αναφέρεται στην πράξη του να περάσεις κάτι σε κάποιον)
    As she left the room, she handed her keys to her assistant.