·

platform (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “platform”

ενικός platform, πληθυντικός platforms
  1. εξέδρα
    The speaker stood on the platform to address the crowd.
  2. αποβάθρα
    The train to London is waiting at platform 3.
  3. βήμα
    The conference provided a platform for new researchers to present their work.
  4. πλατφόρμα (πολιτική)
    The candidate's platform includes plans for improving education.
  5. πλατφόρμα (υπολογιστική)
    This software runs on multiple platforms, including Windows and MacOS.
  6. πλατφόρμα (λογισμικό)
    The social media platform has millions of users around the world.
  7. σκαλωσιά
    The workers stood on a platform to reach the roof.
  8. μια βάση εξαρτημάτων που μοιράζονται μεταξύ διαφορετικών μοντέλων αυτοκινήτων
    The new cars are built on a common platform to reduce costs.
  9. (στη γεωλογία) μια επίπεδη περιοχή βράχου που σχηματίζεται από τη διάβρωση των κυμάτων
    We walked across the rocky platform along the shoreline.