ουσιαστικό “standing”
ενικός standing, πληθυντικός standings ή μη μετρήσιμο
- θέση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Dr. Smith has high standing among her colleagues.
- διάρκεια
He is a member of long standing in the community.
επίθετο “standing”
βασική μορφή standing, μη βαθμ.
- μόνιμος
The club has a standing invitation for her to join any time.
- όρθιος
The audience gave a standing ovation at the end of the performance.
- στάσιμος
Mosquitoes often breed in standing water.
- όρθιος (για δέντρα)
The storm left many standing trees damaged.
- σταθερός
The old mansion featured a grand standing clock in the hallway.