·

heating (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
heat (ρήμα)

ουσιαστικό “heating”

ενικός heating, πληθυντικός heatings ή μη μετρήσιμο
  1. θέρμανση (σύστημα)
    The heating in the office broke down during the winter storm.

επίθετο “heating”

βασική μορφή heating, μη βαθμ.
  1. θερμαντικός
    He used a heating pad to soothe his sore muscles.