ουσιαστικό “heat”
ενικός heat, πληθυντικός heats ή μη μετρήσιμο
- ζέστη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The heat of the desert sun was unbearable.
- θερμότητα
Heat is transferred from the fire to the pot.
- θέρμανση (σύστημα θέρμανσης)
The house was cold because the heat wasn't working.
- περίοδος ζεστού καιρού
They stayed indoors during the summer heat.
- πάθος
In the heat of the moment, she said something she regretted.
- κάψα (καυτερότητα φαγητού)
The chili peppers added a lot of heat to the dish.
- προκριματικός γύρος
He won his heat and advanced to the finals.
- (στα ζώα) η περίοδος κατά την οποία το θηλυκό είναι έτοιμο για ζευγάρωμα· οίστρος
The cat is in heat and keeps meowing loudly.
- (αργκό) πίεση ή προσοχή από τις αρχές
They left town to avoid the heat from the police.
- (αργκό, ΗΠΑ) όπλο ή πυροβόλο όπλο
The detective suspected he was carrying heat.
ρήμα “heat”
απαρέμφατο heat; αυτός heats; αόριστος heated; μετοχή αορ. heated; μετοχή ενεστ. heating
- ζεσταίνω
She heated the soup on the stove.
- ζεσταίνομαι
The oven is heating up now.
- ερεθίζω (σεξουαλικά)
The romantic movie heated them up.