·

heat (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “heat”

ενικός heat, πληθυντικός heats ή μη μετρήσιμο
  1. ζέστη
    The heat of the desert sun was unbearable.
  2. θερμότητα
    Heat is transferred from the fire to the pot.
  3. θέρμανση (σύστημα θέρμανσης)
    The house was cold because the heat wasn't working.
  4. περίοδος ζεστού καιρού
    They stayed indoors during the summer heat.
  5. πάθος
    In the heat of the moment, she said something she regretted.
  6. κάψα (καυτερότητα φαγητού)
    The chili peppers added a lot of heat to the dish.
  7. προκριματικός γύρος
    He won his heat and advanced to the finals.
  8. (στα ζώα) η περίοδος κατά την οποία το θηλυκό είναι έτοιμο για ζευγάρωμα· οίστρος
    The cat is in heat and keeps meowing loudly.
  9. (αργκό) πίεση ή προσοχή από τις αρχές
    They left town to avoid the heat from the police.
  10. (αργκό, ΗΠΑ) όπλο ή πυροβόλο όπλο
    The detective suspected he was carrying heat.

ρήμα “heat”

απαρέμφατο heat; αυτός heats; αόριστος heated; μετοχή αορ. heated; μετοχή ενεστ. heating
  1. ζεσταίνω
    She heated the soup on the stove.
  2. ζεσταίνομαι
    The oven is heating up now.
  3. ερεθίζω (σεξουαλικά)
    The romantic movie heated them up.