ουσιαστικό “usage”
ενικός usage, πληθυντικός usages ή μη μετρήσιμο
- χρήση (γλωσσική)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The professor explained that the correct usage of that term is different in British English.
- χρήση
The heavy usage of the equipment caused it to break down.