·

maintained (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
maintain (ρήμα)

επίθετο “maintained”

βασική μορφή maintained, μη βαθμ.
  1. συντηρημένος
    The car ran smoothly thanks to its regularly maintained engine.