ουσιαστικό “payback”
ενικός payback, πληθυντικός paybacks ή μη μετρήσιμο
- απόδοση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The payback from their real estate investment was substantial.
- ανταμοιβή
The greatest payback from volunteering is seeing the smiles on people's faces.
- εκδίκηση (ανταπόδοση για αδικία)
After years of humiliation, he finally got payback by revealing her secrets.