ουσιαστικό “repayment”
ενικός repayment, πληθυντικός repayments ή μη μετρήσιμο
- αποπληρωμή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He struggled with the repayment of his student loans after graduating.
- επιστροφή χρημάτων
The bank expects monthly repayments on the loan.
- ανταπόδοση (εκδίκηση)
She plotted her repayment for the betrayal she experienced.