·

smoothing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
smooth (ρήμα)

ουσιαστικό “smoothing”

ενικός smoothing, πληθυντικός smoothings ή μη μετρήσιμο
  1. (φωνητική) μονοφθογγοποίηση· η διαδικασία κατά την οποία ένα δίφθογγο γίνεται μονοφθογγικό.
    Smoothing can occur in some accents, turning "fire" into "far".