επίθετο “smooth”
smooth, συγκρ. smoother, υπερθ. smoothest
- λείος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The marble countertop was smooth and cool under my hand.
- ομαλός
The event's organization was smooth from start to finish.
- κομψός και γοητευτικός στους τρόπους του
He was a smooth guy, always knowing what to say.
- απαλός (όταν αναφέρεται σε ήχο, ευχάριστος και όχι τραχύς)
The singer's smooth voice captivated the audience.
- απαλός (όσον αφορά τη γεύση, όχι πολύ έντονος)
This coffee variety tastes really smooth.
- γαλήνιος (όταν αναφέρεται στο νερό, ήρεμος, χωρίς κύματα)
The lake was smooth like glass at dawn.
- ρέων
The dancer's movements were smooth and effortless.
- Λείος (έχοντας ομοιόμορφη υφή, όχι κοκκώδης)
The soup was blended until it was smooth.
- ομαλός (στα μαθηματικά, έχοντας παραγώγους όλων των τάξεων· πολύ κανονικός στον λογισμό)
The graph shows a smooth curve without any sharp turns.
- λείος (στην ιατρική, του μυϊκού ιστού, που βρίσκεται σε εσωτερικά όργανα για ακούσια κίνηση)
Smooth muscle helps move food through the digestive system.
ρήμα “smooth”
απαρέμφατο smooth; αυτός smooths; αόριστος smoothed; μετοχή αορ. smoothed; μετοχή ενεστ. smoothing
- λειαίνω (τις ρυτίδες)
She smoothed the tablecloth before setting the plates.
- λειαίνω (μια επιφάνεια)
She used sandpaper to smooth the rough edges of the wooden table.
- διευκολύνω (αφαιρώντας δυσκολίες)
He tried to smooth the path for her career advancement.
- (στην ανάλυση δεδομένων) να μειώσετε τις ανωμαλίες στα δεδομένα
The analyst smoothed the data to show the underlying trend.