·

smooth (EN)
επίθετο, ρήμα

επίθετο “smooth”

smooth, συγκρ. smoother, υπερθ. smoothest
  1. λείος
    The marble countertop was smooth and cool under my hand.
  2. ομαλός
    The event's organization was smooth from start to finish.
  3. κομψός και γοητευτικός στους τρόπους του
    He was a smooth guy, always knowing what to say.
  4. απαλός (όταν αναφέρεται σε ήχο, ευχάριστος και όχι τραχύς)
    The singer's smooth voice captivated the audience.
  5. απαλός (όσον αφορά τη γεύση, όχι πολύ έντονος)
    This coffee variety tastes really smooth.
  6. γαλήνιος (όταν αναφέρεται στο νερό, ήρεμος, χωρίς κύματα)
    The lake was smooth like glass at dawn.
  7. ρέων
    The dancer's movements were smooth and effortless.
  8. Λείος (έχοντας ομοιόμορφη υφή, όχι κοκκώδης)
    The soup was blended until it was smooth.
  9. ομαλός (στα μαθηματικά, έχοντας παραγώγους όλων των τάξεων· πολύ κανονικός στον λογισμό)
    The graph shows a smooth curve without any sharp turns.
  10. λείος (στην ιατρική, του μυϊκού ιστού, που βρίσκεται σε εσωτερικά όργανα για ακούσια κίνηση)
    Smooth muscle helps move food through the digestive system.

ρήμα “smooth”

απαρέμφατο smooth; αυτός smooths; αόριστος smoothed; μετοχή αορ. smoothed; μετοχή ενεστ. smoothing
  1. λειαίνω (τις ρυτίδες)
    She smoothed the tablecloth before setting the plates.
  2. λειαίνω (μια επιφάνεια)
    She used sandpaper to smooth the rough edges of the wooden table.
  3. διευκολύνω (αφαιρώντας δυσκολίες)
    He tried to smooth the path for her career advancement.
  4. (στην ανάλυση δεδομένων) να μειώσετε τις ανωμαλίες στα δεδομένα
    The analyst smoothed the data to show the underlying trend.