·

resulting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
result (ρήμα)

επίθετο “resulting”

βασική μορφή resulting, μη βαθμ.
  1. προκύπτων
    After the coup d'état, the resulting political turmoil caused many people to flee.