·

approving (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
approve (ρήμα)

επίθετο “approving”

βασική μορφή approving (more/most)
  1. εγκριτικός
    She gave her friend an approving smile.