ουσιαστικό “cornucopia”
ενικός cornucopia, πληθυντικός cornucopias, cornucopiae ή μη μετρήσιμο
- κέρας της Αμάλθειας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The painting depicted a bountiful cornucopia, symbolizing prosperity and the harvest.
- κορνούκοπια (σαν διακοσμητικό αντικείμενο)
For Thanksgiving, we made a decorative cornucopia centerpiece filled with autumn fruits and vegetables.
- πληθώρα (σε περίπτωση που αναφέρεται σε μεγάλη ποσότητα ή προσφορά κάτι)
The farmer's market was a cornucopia of fresh produce, with every kind of fruit and vegetable you could imagine.