·

cornucopia (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “cornucopia”

ενικός cornucopia, πληθυντικός cornucopias, cornucopiae ή μη μετρήσιμο
  1. κέρας της Αμάλθειας
    The painting depicted a bountiful cornucopia, symbolizing prosperity and the harvest.
  2. κορνούκοπια (σαν διακοσμητικό αντικείμενο)
    For Thanksgiving, we made a decorative cornucopia centerpiece filled with autumn fruits and vegetables.
  3. πληθώρα (σε περίπτωση που αναφέρεται σε μεγάλη ποσότητα ή προσφορά κάτι)
    The farmer's market was a cornucopia of fresh produce, with every kind of fruit and vegetable you could imagine.