επίθετο “blue”
blue, συγκρ. bluer, υπερθ. bluest
- γαλάζιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist painted a blue sky with fluffy white clouds.
- μελαγχολικός
After the breakup, he was feeling really blue and didn't want to go out.
- δημοκρατικός (στην πολιτική των ΗΠΑ)
The state has traditionally voted for Democrats, making it a blue state.
- ακατάλληλος (με σεξουαλικό περιεχόμενο ή προσβλητικός)
The comedian's jokes were so blue that half the audience walked out.
ουσιαστικό “blue”
ενικός blue, πληθυντικός blues ή μη μετρήσιμο
- γαλάζιο
The painter chose various shades of blue for the seascape.
- γαλάζιο αντικείμενο/πρόσωπο
In the game, you must collect all the blues to win.
- μπλε (ως βραβείο αθλητικής αριστείας)
After years of dedication to the swim team, she finally earned her blue.
- ουρανός
Birds disappeared into the blue.
- θάλασσα
The ship set sail, disappearing into the vast blue.
- αντισκωριακή επίστρωση (μέθοδος αντισκωρίας)
Before assembling the machinery, the workers applied blue to all the steel parts to prevent corrosion.
- λευκαντικό (για υφάσματα)
She used a blue in the wash to make her whites look whiter.
ρήμα “blue”
απαρέμφατο blue; αυτός blues; αόριστος blued; μετοχή αορ. blued; μετοχή ενεστ. bluing, blueing
- γαλαζώνω
As the cold evening set in, the frost started blueing the tips of the grass.
- αντισκωριακή επεξεργασία (για χάλυβα)
The blacksmith blued the steel to finish the custom knife.
- λευκαίνω (χρήση ουσίας στο πλύσιμο)
She blued her grandmother's lace tablecloth to restore its original brightness.