·

want (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “want”

απαρέμφατο want; αυτός wants; αόριστος wanted; μετοχή αορ. wanted; μετοχή ενεστ. wanting
  1. θέλω
    I want a new bicycle for my birthday.

ουσιαστικό “want”

ενικός want, πληθυντικός wants ή μη μετρήσιμο
  1. ανάγκη (σε περίπτωση αντικειμένου ή συνθήκης που λείπει)
    Clean water is a basic want in many parts of the world.
  2. έλλειψη (σε περίπτωση κατάστασης ανεπάρκειας)
    His essay shows a want of proper research.
  3. φτώχεια (όταν αναφέρεται στην έλλειψη βασικών αγαθών ή εισοδήματος)
    The charity works to alleviate want in the inner city.