ρήμα “want”
απαρέμφατο want; αυτός wants; αόριστος wanted; μετοχή αορ. wanted; μετοχή ενεστ. wanting
- θέλω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I want a new bicycle for my birthday.
ουσιαστικό “want”
ενικός want, πληθυντικός wants ή μη μετρήσιμο
- ανάγκη (σε περίπτωση αντικειμένου ή συνθήκης που λείπει)
Clean water is a basic want in many parts of the world.
- έλλειψη (σε περίπτωση κατάστασης ανεπάρκειας)
His essay shows a want of proper research.
- φτώχεια (όταν αναφέρεται στην έλλειψη βασικών αγαθών ή εισοδήματος)
The charity works to alleviate want in the inner city.