ουσιαστικό “goal”
ενικός goal, πληθυντικός goals ή μη μετρήσιμο
- στόχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her main goal for the year is to run a marathon.
- εστία (στα αθλήματα)
The soccer player kicked the ball into the goal, scoring a point for his team.
- γκολ (όταν αναφερόμαστε στην επιτυχημένη ενέργεια του στείλιματος της μπάλας ή αντικειμένου στην εστία)
He scored a goal in the final minute of the game.