·

goal (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “goal”

ενικός goal, πληθυντικός goals ή μη μετρήσιμο
  1. στόχος
    Her main goal for the year is to run a marathon.
  2. εστία (στα αθλήματα)
    The soccer player kicked the ball into the goal, scoring a point for his team.
  3. γκολ (όταν αναφερόμαστε στην επιτυχημένη ενέργεια του στείλιματος της μπάλας ή αντικειμένου στην εστία)
    He scored a goal in the final minute of the game.