επίθετο “stupid”
βασική μορφή stupid (more/most)
- χαζός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He failed the test because he made a stupid mistake.
- ανόητος
Jumping into the pool with your clothes on was a stupid idea.
- εκνευριστικός
This stupid alarm clock never goes off on time, making me late for work.
επίρρημα “stupid”
- τρομερά (σε περίπτωση που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το νόημα)
This cake tastes stupid delicious.
ουσιαστικό “stupid”
ενικός stupid, πληθυντικός stupids ή μη μετρήσιμο
- χαζέ (σε περίπτωση απευθυνόμενου σε κάποιον)
Come on, stupid, let's go home.