·

stupid (EN)
επίθετο, επίρρημα, ουσιαστικό

επίθετο “stupid”

βασική μορφή stupid (more/most)
  1. χαζός
    He failed the test because he made a stupid mistake.
  2. ανόητος
    Jumping into the pool with your clothes on was a stupid idea.
  3. εκνευριστικός
    This stupid alarm clock never goes off on time, making me late for work.

επίρρημα “stupid”

stupid (more/most)
  1. τρομερά (σε περίπτωση που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το νόημα)
    This cake tastes stupid delicious.

ουσιαστικό “stupid”

ενικός stupid, πληθυντικός stupids ή μη μετρήσιμο
  1. χαζέ (σε περίπτωση απευθυνόμενου σε κάποιον)
    Come on, stupid, let's go home.