επίθετο “uncertain”
βασική μορφή uncertain (more/most)
- αβέβαιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She felt uncertain about which dress to wear to the party.
- ασταθής
The weather forecast is uncertain, so we might have to cancel the picnic.
- αβέβαιος (για το αποτέλεσμα)
She gave an uncertain smile, not sure if her joke was funny.