ουσιαστικό “classroom”
ενικός classroom, πληθυντικός classrooms
- αίθουσα διδασκαλίας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The students gathered in the classroom for the first lesson of the day.