ουσιαστικό “wine”
ενικός wine, πληθυντικός wines ή μη μετρήσιμο
- κρασί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She poured a glass of red wine to enjoy with her dinner.
- κρασί (από άλλα φρούτα ή ρύζι)
She enjoyed a glass of elderberry wine with her dinner.
- ποτήρι κρασί
She ordered two red wines and a white wine for her friend.
- μπορντό
She wore a beautiful dress in a rich wine color to the party.
ρήμα “wine”
απαρέμφατο wine; αυτός wines; αόριστος wined; μετοχή αορ. wined; μετοχή ενεστ. wining
- κερνάω κρασί
They wined and dined their guests at the fancy restaurant.