·

merger (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “merger”

ενικός merger, πληθυντικός mergers
  1. συγχώνευση
    The merger of the two departments improved overall efficiency.
  2. συγχώνευση (επιχειρήσεις, η ένωση δύο ή περισσότερων εταιρειών σε μία ενιαία εταιρεία)
    The company became an industry leader after its merger with a larger competitor.
  3. συγχώνευση (φωνολογία, μια αλλαγή στη γλώσσα όπου δύο διαφορετικοί ήχοι προφέρονται το ίδιο)
    Linguists study the cot-caught merger in various English dialects.
  4. συγχώνευση (δίκαιο, η απορρόφηση μιας περιουσίας, σύμβασης ή δικαιώματος σε άλλη, που κατέχεται από τον ίδιο ιδιοκτήτη)
    The merger of the land titles simplified the legal paperwork.