ουσιαστικό “merger”
ενικός merger, πληθυντικός mergers
- συγχώνευση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The merger of the two departments improved overall efficiency.
- συγχώνευση (επιχειρήσεις, η ένωση δύο ή περισσότερων εταιρειών σε μία ενιαία εταιρεία)
The company became an industry leader after its merger with a larger competitor.
- συγχώνευση (φωνολογία, μια αλλαγή στη γλώσσα όπου δύο διαφορετικοί ήχοι προφέρονται το ίδιο)
Linguists study the cot-caught merger in various English dialects.
- συγχώνευση (δίκαιο, η απορρόφηση μιας περιουσίας, σύμβασης ή δικαιώματος σε άλλη, που κατέχεται από τον ίδιο ιδιοκτήτη)
The merger of the land titles simplified the legal paperwork.