·

utensil (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “utensil”

ενικός utensil, πληθυντικός utensils
  1. σκεύος (εργαλείο ή όργανο που χρησιμοποιείται σε μια κουζίνα ή για το μαγείρεμα)
    She washed the utensils after preparing the meal.
  2. σκεύος (οποιοδήποτε χρήσιμο εργαλείο ή όργανο που χρησιμοποιείται για πρακτικούς σκοπούς)
    He packed essential utensils for the hiking expedition.