ουσιαστικό “utensil”
ενικός utensil, πληθυντικός utensils
- σκεύος (εργαλείο ή όργανο που χρησιμοποιείται σε μια κουζίνα ή για το μαγείρεμα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She washed the utensils after preparing the meal.
- σκεύος (οποιοδήποτε χρήσιμο εργαλείο ή όργανο που χρησιμοποιείται για πρακτικούς σκοπούς)
He packed essential utensils for the hiking expedition.