·

payment (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “payment”

ενικός payment, πληθυντικός payments ή μη μετρήσιμο
  1. πληρωμή (η πράξη)
    Timely payment of bills helps maintain a good credit score.
  2. πληρωμή (ποσό)
    The customer made a payment of $50 at the cashier to buy groceries.