ουσιαστικό “payment”
ενικός payment, πληθυντικός payments ή μη μετρήσιμο
- πληρωμή (η πράξη)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Timely payment of bills helps maintain a good credit score.
- πληρωμή (ποσό)
The customer made a payment of $50 at the cashier to buy groceries.