·

graveyard (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “graveyard”

ενικός graveyard, πληθυντικός graveyards
  1. νεκροταφείο
    Many historic graveyards are popular tourist attractions.
  2. νεκροταφείο (για παλιά ή ανεπιθύμητα αντικείμενα)
    The harbor became a graveyard for decommissioned ships.
  3. νεκροταφείο (για αθλητές ή ομάδες)
    That team has become the graveyard of many promising careers.
  4. στοίβα απόρριψης
    He sent the opponent's card to the graveyard.
  5. μίξη αναψυκτικών
    At the diner, he ordered a graveyard from the soda fountain.