·

cryptocurrency (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “cryptocurrency”

ενικός cryptocurrency, πληθυντικός cryptocurrencies ή μη μετρήσιμο
  1. κρυπτονόμισμα (είδος ψηφιακού χρήματος που χρησιμοποιεί κρυπτογραφία για ασφάλεια)
    In recent years, cryptocurrencies have become popular alternatives to traditional currencies.