ρήμα “decipher”
απαρέμφατο decipher; αυτός deciphers; αόριστος deciphered; μετοχή αορ. deciphered; μετοχή ενεστ. deciphering
- αποκρυπτογραφώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She managed to decipher the secret message hidden in the old letter.
- αποκωδικοποιώ (κάτι δυσανάγνωστο)
He spent hours trying to decipher the ancient manuscript.
- κατανοώ (μια περίπλοκη κατάσταση)
It took the detective hours to decipher the confusing clues left at the crime scene.
- λύνω (ένα δύσκολο πρόβλημα)
The detective worked hard to decipher the mysterious code in the letter.
ουσιαστικό “decipher”
ενικός decipher, πληθυντικός deciphers
- αποκρυπτογράφηση
The archaeologist proudly showed us the decipher of the ancient script, revealing a message from a long-lost civilization.