ουσιαστικό “couple”
ενικός couple, πληθυντικός couples
- ζευγάρι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
A couple of birds were sitting on the fence.
- ζευγάρι (σε σχέση)
The couple celebrated their anniversary with a special dinner.
- μερικοί
I need a couple of minutes to finish this task.
ρήμα “couple”
απαρέμφατο couple; αυτός couples; αόριστος coupled; μετοχή αορ. coupled; μετοχή ενεστ. coupling
- συνδέω
The engineer coupled the two hoses to extend the water supply.
- συνευρίσκομαι
The two animals coupled in the field during the spring season.