ουσιαστικό “security”
ενικός security, πληθυντικός securities ή μη μετρήσιμο
- ασφάλεια
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They moved to a safer neighborhood for their children's security.
- μέτρα ασφαλείας
Security at the event was tight, with guards at every entrance.
- ασφάλεια (το τμήμα ή το προσωπικό)
If you see anything suspicious, please inform security immediately.
- ασφάλεια (πληροφορική, προστασία δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση· κυβερνοασφάλεια)
They need to improve their security to prevent hacking.
- ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο όπως μια μετοχή ή ένα ομόλογο που μπορεί να διαπραγματευτεί
The company issued new securities to raise capital.
- ενέχυρο (περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εγγύηση της αποπληρωμής ενός δανείου· εξασφάλιση)
He used his car as security when applying for the loan.
- εγγύηση
They provided security that the project would be completed by the deadline.