·

security (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “security”

ενικός security, πληθυντικός securities ή μη μετρήσιμο
  1. ασφάλεια
    They moved to a safer neighborhood for their children's security.
  2. μέτρα ασφαλείας
    Security at the event was tight, with guards at every entrance.
  3. ασφάλεια (το τμήμα ή το προσωπικό)
    If you see anything suspicious, please inform security immediately.
  4. ασφάλεια (πληροφορική, προστασία δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση· κυβερνοασφάλεια)
    They need to improve their security to prevent hacking.
  5. ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο όπως μια μετοχή ή ένα ομόλογο που μπορεί να διαπραγματευτεί
    The company issued new securities to raise capital.
  6. ενέχυρο (περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εγγύηση της αποπληρωμής ενός δανείου· εξασφάλιση)
    He used his car as security when applying for the loan.
  7. εγγύηση
    They provided security that the project would be completed by the deadline.