·

standing order (EN)
φράση

φράση “standing order”

  1. πάγια εντολή (μια εντολή προς μια τράπεζα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές ενός σταθερού ποσού σε έναν συγκεκριμένο παραλήπτη σε τακτά χρονικά διαστήματα)
    She set up a standing order to pay her rent automatically every month.
  2. μόνιμη εντολή (ένας κανόνας ή μια οδηγία που παραμένει σε ισχύ μέχρι να αλλάξει ή να αποσυρθεί συγκεκριμένα)
    The council operates under standing orders that outline procedures for meetings.
  3. μόνιμη διαταγή (στρατιωτικό, τυπικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται τακτικά)
    The soldiers reviewed the standing orders before beginning their patrol.