·

unified (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
unify (ρήμα)

επίθετο “unified”

βασική μορφή unified, μη βαθμ.
  1. (στις ΗΠΑ) αναφέρεται σε σχολική περιφέρεια που περιλαμβάνει όλα τα επίπεδα μαθητών από το νηπιαγωγείο έως τη δωδέκατη τάξη
    The new unified school district allows students to attend the same schools from kindergarten through twelfth grade.