·

unify (EN)
ρήμα

ρήμα “unify”

απαρέμφατο unify; αυτός unifies; αόριστος unified; μετοχή αορ. unified; μετοχή ενεστ. unifying
  1. ενοποιώ
    The new leader worked hard to unify the different groups into a single team.
  2. ενώνομαι (για να σχηματίσω μία ομάδα ή ένα πράγμα)
    Over time, the small streams unify into a single, powerful river.