ρήμα “unify”
απαρέμφατο unify; αυτός unifies; αόριστος unified; μετοχή αορ. unified; μετοχή ενεστ. unifying
- ενοποιώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new leader worked hard to unify the different groups into a single team.
- ενώνομαι (για να σχηματίσω μία ομάδα ή ένα πράγμα)
Over time, the small streams unify into a single, powerful river.