ρήμα “alter”
απαρέμφατο alter; αυτός alters; αόριστος altered; μετοχή αορ. altered; μετοχή ενεστ. altering
- τροποποιώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The architect decided to alter the design of the building to include more windows.
- αλλάζω
As the seasons alter, the landscape transforms from green to a palette of autumn hues.
- μεταποιώ (στο πλαίσιο της προσαρμογής ρούχων)
She took her dress to the tailor to have it altered before the wedding.
- επηρεάζω (την ψυχική κατάσταση)
The high fever altered his state of mind, causing him to hallucinate.