ουσιαστικό “massage”
ενικός massage, πληθυντικός massages ή μη μετρήσιμο
- μασάζ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After a long day at work, she booked a massage to help relax her sore muscles.
ρήμα “massage”
απαρέμφατο massage; αυτός massages; αόριστος massaged; μετοχή αορ. massaged; μετοχή ενεστ. massaging
- κάνω μασάζ
After a long day at work, John massaged his sore shoulders to relieve the tension.
- απλώνω (κρέμα, λάδι κ.λπ.)
She massaged the oil into her scalp to help with dryness.
- παραποιώ (πληροφορίες, αριθμούς κ.λπ.)
The company massaged the sales numbers to make their performance look more impressive.