ουσιαστικό “breeze”
ενικός breeze, πληθυντικός breezes
- αεράκι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As we picnicked in the park, a soothing breeze whispered through the leaves above us.
- παιχνιδάκι (σε περίπτωση που αναφέρεται σε κάτι εύκολο)
Once she got the hang of it, solving those math problems was a total breeze.
- αναστάτωση (όταν αναφέρεται σε κατάσταση αναταραχής ή διαφωνίας)
When the rumor about the surprise test spread, a breeze of anxiety swept through the classroom.
ρήμα “breeze”
απαρέμφατο breeze; αυτός breezes; αόριστος breezed; μετοχή αορ. breezed; μετοχή ενεστ. breezing
- κινούμαι άνετα (χρησιμοποιείται όταν κάποιος κινείται χαλαρά και χωρίς κόπο)
He breezed in the office with a smile, knowing that he was going the quit today.