·

breeze (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “breeze”

ενικός breeze, πληθυντικός breezes
  1. αεράκι
    As we picnicked in the park, a soothing breeze whispered through the leaves above us.
  2. παιχνιδάκι (σε περίπτωση που αναφέρεται σε κάτι εύκολο)
    Once she got the hang of it, solving those math problems was a total breeze.
  3. αναστάτωση (όταν αναφέρεται σε κατάσταση αναταραχής ή διαφωνίας)
    When the rumor about the surprise test spread, a breeze of anxiety swept through the classroom.

ρήμα “breeze”

απαρέμφατο breeze; αυτός breezes; αόριστος breezed; μετοχή αορ. breezed; μετοχή ενεστ. breezing
  1. κινούμαι άνετα (χρησιμοποιείται όταν κάποιος κινείται χαλαρά και χωρίς κόπο)
    He breezed in the office with a smile, knowing that he was going the quit today.